ΑΝΟΙΞΗ
Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.
Στον κήπο απόψε μου μιλάει μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά το ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση της νιότης
σαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία...
Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.
Το κυπαρίσσι, ατέλειωτο σαν βάσανο, προς τ' άστρα
σηκώνει τη μαυρίλα του, διψώντας τον αέρα.
Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δυο λατάνιες ύψοσαν μες στην απελπισία τους
τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.
Κώστας Καρυωτάκης
PRIMAVERA
Así veo yo los jardines.
En el jardín esta noche me habla una nueva melancolía.
Sumerge un almendro su florida sonrisa
en las turbias aguas del fangal. Y el recuerdo de la juventud
sacude con gran tristeza la enferma acacia...
Despertó un frío soplo dentro del derruído invernadero,
donde las rosas son cadáveres y cada tiesto un ataúd.
El ciprés, interminable como un tormento, hacia los astros
levanta su negrura, sediento de aire.
Y se marchan, un cortejo fúnebre dirías, los pimientos
de la arboleda arrastrando sus verdes cabellos.
Las dos palmeras levantaron en su desesperanza
las manos. Y es nuestro jardín, jardín de melancolía.
Costas Cariotakis
Os deseo a todos que el soplo de esta nueva primavera inunde vuestros corazones.
Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.
Στον κήπο απόψε μου μιλάει μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά το ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση της νιότης
σαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία...
Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.
Το κυπαρίσσι, ατέλειωτο σαν βάσανο, προς τ' άστρα
σηκώνει τη μαυρίλα του, διψώντας τον αέρα.
Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δυο λατάνιες ύψοσαν μες στην απελπισία τους
τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.
Κώστας Καρυωτάκης
PRIMAVERA
Así veo yo los jardines.
En el jardín esta noche me habla una nueva melancolía.
Sumerge un almendro su florida sonrisa
en las turbias aguas del fangal. Y el recuerdo de la juventud
sacude con gran tristeza la enferma acacia...
Despertó un frío soplo dentro del derruído invernadero,
donde las rosas son cadáveres y cada tiesto un ataúd.
El ciprés, interminable como un tormento, hacia los astros
levanta su negrura, sediento de aire.
Y se marchan, un cortejo fúnebre dirías, los pimientos
de la arboleda arrastrando sus verdes cabellos.
Las dos palmeras levantaron en su desesperanza
las manos. Y es nuestro jardín, jardín de melancolía.
Costas Cariotakis
Os deseo a todos que el soplo de esta nueva primavera inunde vuestros corazones.